ευτρεπίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαευτρεπίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ευτρεπίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευτρεπίζομαι | ευτρεπιζόμουν(α) | θα ευτρεπίζομαι | να ευτρεπίζομαι | ||
β' ενικ. | ευτρεπίζεσαι | ευτρεπιζόσουν(α) | θα ευτρεπίζεσαι | να ευτρεπίζεσαι | (ευτρεπίζου) | |
γ' ενικ. | ευτρεπίζεται | ευτρεπιζόταν(ε) | θα ευτρεπίζεται | να ευτρεπίζεται | ||
α' πληθ. | ευτρεπιζόμαστε | ευτρεπιζόμαστε ευτρεπιζόμασταν |
θα ευτρεπιζόμαστε | να ευτρεπιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ευτρεπίζεστε | ευτρεπιζόσαστε ευτρεπιζόσασταν |
θα ευτρεπίζεστε | να ευτρεπίζεστε | (ευτρεπίζεστε) | |
γ' πληθ. | ευτρεπίζονται | ευτρεπίζονταν ευτρεπιζόντουσαν |
θα ευτρεπίζονται | να ευτρεπίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευτρεπίστηκα | θα ευτρεπιστώ | να ευτρεπιστώ | ευτρεπιστεί | ||
β' ενικ. | ευτρεπίστηκες | θα ευτρεπιστείς | να ευτρεπιστείς | ευτρεπίσου | ||
γ' ενικ. | ευτρεπίστηκε | θα ευτρεπιστεί | να ευτρεπιστεί | |||
α' πληθ. | ευτρεπιστήκαμε | θα ευτρεπιστούμε | να ευτρεπιστούμε | |||
β' πληθ. | ευτρεπιστήκατε | θα ευτρεπιστείτε | να ευτρεπιστείτε | ευτρεπιστείτε | ||
γ' πληθ. | ευτρεπίστηκαν ευτρεπιστήκαν(ε) |
θα ευτρεπιστούν(ε) | να ευτρεπιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ευτρεπιστεί | είχα ευτρεπιστεί | θα έχω ευτρεπιστεί | να έχω ευτρεπιστεί | ευτρεπισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ευτρεπιστεί | είχες ευτρεπιστεί | θα έχεις ευτρεπιστεί | να έχεις ευτρεπιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ευτρεπιστεί | είχε ευτρεπιστεί | θα έχει ευτρεπιστεί | να έχει ευτρεπιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ευτρεπιστεί | είχαμε ευτρεπιστεί | θα έχουμε ευτρεπιστεί | να έχουμε ευτρεπιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ευτρεπιστεί | είχατε ευτρεπιστεί | θα έχετε ευτρεπιστεί | να έχετε ευτρεπιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ευτρεπιστεί | είχαν ευτρεπιστεί | θα έχουν ευτρεπιστεί | να έχουν ευτρεπιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευτρεπίζομαι
|