Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευτραφώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευτραφώς
<
ελληνιστική κοινή
εὐτραφῶς
<
αρχαία ελληνική
εὐτραφής
<
εὖ
+
τρέφω
Επίρρημα
επεξεργασία
ευτραφώς
(
λόγιο
) με
ευτραφή
τρόπο
, που δείχνει ότι κάποιος είναι
ευτραφής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευτραφώς