Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευτάκτως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευτάκτως
<
αρχαία ελληνική
εὐτάκτως
<
εὔτακτος
Επίρρημα
επεξεργασία
ευτάκτως
(
λόγιο
) με
εύτακτο
τρόπο
, με
ευταξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευτάκτως