ευπραγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευπραγώ < αρχαία ελληνική εὐπραγέω / εὐπραγῶ
Ρήμα
επεξεργασίαευπραγώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευπραγώ | ευπραγούσα | θα ευπραγώ | να ευπραγώ | ευπραγώντας | |
β' ενικ. | ευπραγείς | ευπραγούσες | θα ευπραγείς | να ευπραγείς | (ευπράγει) | |
γ' ενικ. | ευπραγεί | ευπραγούσε | θα ευπραγεί | να ευπραγεί | ||
α' πληθ. | ευπραγούμε | ευπραγούσαμε | θα ευπραγούμε | να ευπραγούμε | ||
β' πληθ. | ευπραγείτε | ευπραγούσατε | θα ευπραγείτε | να ευπραγείτε | ευπραγείτε | |
γ' πληθ. | ευπραγούν(ε) | ευπραγούσαν(ε) | θα ευπραγούν(ε) | να ευπραγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευπράγησα | θα ευπραγήσω | να ευπραγήσω | ευπραγήσει | ||
β' ενικ. | ευπράγησες | θα ευπραγήσεις | να ευπραγήσεις | ευπράγησε | ||
γ' ενικ. | ευπράγησε | θα ευπραγήσει | να ευπραγήσει | |||
α' πληθ. | ευπραγήσαμε | θα ευπραγήσουμε | να ευπραγήσουμε | |||
β' πληθ. | ευπραγήσατε | θα ευπραγήσετε | να ευπραγήσετε | ευπραγήστε | ||
γ' πληθ. | ευπράγησαν ευπραγήσαν(ε) |
θα ευπραγήσουν(ε) | να ευπραγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευπραγήσει | είχα ευπραγήσει | θα έχω ευπραγήσει | να έχω ευπραγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευπραγήσει | είχες ευπραγήσει | θα έχεις ευπραγήσει | να έχεις ευπραγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευπραγήσει | είχε ευπραγήσει | θα έχει ευπραγήσει | να έχει ευπραγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευπραγήσει | είχαμε ευπραγήσει | θα έχουμε ευπραγήσει | να έχουμε ευπραγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευπραγήσει | είχατε ευπραγήσει | θα έχετε ευπραγήσει | να έχετε ευπραγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευπραγήσει | είχαν ευπραγήσει | θα έχουν ευπραγήσει | να έχουν ευπραγήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευπραγώ
|