Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ευνούχισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ευνουχίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ευνουχίζω