Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευγνώμονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐγνώμ(ων) + -ονας, από την αιτιατική σε -ονα

  Επίθετο επεξεργασία

ευγνώμονας, ευγνώμων, εύγνωμο

  • μορφή του ευγνώμων με νεότερες καταλήξεις στο αρσενικό