Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευαισθητοποίησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ευαισθητοποίησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ευαισθητοποιώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ευαισθητοποιώ