Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ευαισθητοποίησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ευαισθητοποιώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ευαισθητοποιώ