Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εστίασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εστίασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εστιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εστιάζω