εσοδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσοδιάζω < μεσαιωνική ελληνική ἐσοδιάζω, εἰσοδιάζω < ελληνιστική κοινή εἰσοδιάζω < εἰσόδιος < αρχαία ελληνική εἴσοδος < εἰς + ὁδός
Ρήμα
επεξεργασίαεσοδιάζω
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του σοδιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσοδιάζω
|