εποστρακίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.po.stɾaˈci.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πο‐στρα‐κί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαεποστρακίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εποστρακίζω
Δείτε επίσης : ἐποστρακίζομαι |
εποστρακίζομαι