Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εποίκισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εποίκισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εποικίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εποικίζω