Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιχρύσωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επιχρύσωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
επιχρυσώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
επιχρυσώνω