Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιχρύσωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος επιχρυσώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επιχρυσώνω