επιστημονικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιστημονικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστημονικῶς < ἐπιστημονικός. Συγχρονικά αναλύεται σε επιστημονικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίαεπιστημονικώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιστημονικώς
|
Πηγές
επεξεργασία- «επιστημονικός (& επιστημονικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)