Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιπωμάτισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος επιπωματίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επιπωματίζω