Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιμετάλλωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επιμετάλλωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
επιμεταλλώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
επιμεταλλώνω