επιλύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιλύομαι < παθητική φωνή του ρήματος επιλύω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιλύομαι
- → δείτε τη λέξη επιλύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιλύομαι | επιλυόμουν(α) | θα επιλύομαι | να επιλύομαι | επιλυόμενος | |
β' ενικ. | επιλύεσαι | επιλυόσουν(α) | θα επιλύεσαι | να επιλύεσαι | (επιλύου) | |
γ' ενικ. | επιλύεται | επιλυόταν(ε) | θα επιλύεται | να επιλύεται | ||
α' πληθ. | επιλυόμαστε | επιλυόμαστε επιλυόμασταν |
θα επιλυόμαστε | να επιλυόμαστε | ||
β' πληθ. | επιλύεστε | επιλυόσαστε επιλυόσασταν |
θα επιλύεστε | να επιλύεστε | (επιλύεστε) | |
γ' πληθ. | επιλύονται | επιλύονταν επιλυόντουσαν |
θα επιλύονται | να επιλύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιλύθηκα | θα επιλυθώ | να επιλυθώ | επιλυθεί | ||
β' ενικ. | επιλύθηκες | θα επιλυθείς | να επιλυθείς | επιλύσου | ||
γ' ενικ. | επιλύθηκε | θα επιλυθεί | να επιλυθεί | |||
α' πληθ. | επιλυθήκαμε | θα επιλυθούμε | να επιλυθούμε | |||
β' πληθ. | επιλυθήκατε | θα επιλυθείτε | να επιλυθείτε | επιλυθείτε | ||
γ' πληθ. | επιλύθηκαν επιλυθήκαν(ε) |
θα επιλυθούν(ε) | να επιλυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιλυθεί | είχα επιλυθεί | θα έχω επιλυθεί | να έχω επιλυθεί | επιλυμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιλυθεί | είχες επιλυθεί | θα έχεις επιλυθεί | να έχεις επιλυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιλυθεί | είχε επιλυθεί | θα έχει επιλυθεί | να έχει επιλυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιλυθεί | είχαμε επιλυθεί | θα έχουμε επιλυθεί | να έχουμε επιλυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιλυθεί | είχατε επιλυθεί | θα έχετε επιλυθεί | να έχετε επιλυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιλυθεί | είχαν επιλυθεί | θα έχουν επιλυθεί | να έχουν επιλυθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιλύομαι
|