Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επικράτησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος επικρατώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επικρατώ