επικαρπωθείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπικαρπωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικαρπώνομαι
- θα επικαρπωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικαρπώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επικαρπώνομαι