Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιδοκίμασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επιδοκίμασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
επιδοκιμάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
επιδοκιμάζω