επιδοθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιδοθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδίδομαι
- θα επιδοθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδίδομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επιδίδομαι