Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιδίκασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος επιδικάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επιδικάζω