Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επευφήμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επευφήμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
επευφημώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
επευφημώ