επευλογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επευλογώ < μεσαιωνική ελληνική ἐπευλογῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεπευλογώ
- (λόγιο) άλλη μορφή του ευλογώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επευλογώ | επευλογούσα | θα επευλογώ | να επευλογώ | επευλογώντας | |
β' ενικ. | επευλογείς | επευλογούσες | θα επευλογείς | να επευλογείς | (επευλόγει) | |
γ' ενικ. | επευλογεί | επευλογούσε | θα επευλογεί | να επευλογεί | ||
α' πληθ. | επευλογούμε | επευλογούσαμε | θα επευλογούμε | να επευλογούμε | ||
β' πληθ. | επευλογείτε | επευλογούσατε | θα επευλογείτε | να επευλογείτε | επευλογείτε | |
γ' πληθ. | επευλογούν(ε) | επευλογούσαν(ε) | θα επευλογούν(ε) | να επευλογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επευλόγησα | θα επευλογήσω | να επευλογήσω | επευλογήσει | ||
β' ενικ. | επευλόγησες | θα επευλογήσεις | να επευλογήσεις | επευλόγησε | ||
γ' ενικ. | επευλόγησε | θα επευλογήσει | να επευλογήσει | |||
α' πληθ. | επευλογήσαμε | θα επευλογήσουμε | να επευλογήσουμε | |||
β' πληθ. | επευλογήσατε | θα επευλογήσετε | να επευλογήσετε | επευλογήστε | ||
γ' πληθ. | επευλόγησαν επευλογήσαν(ε) |
θα επευλογήσουν(ε) | να επευλογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επευλογήσει | είχα επευλογήσει | θα έχω επευλογήσει | να έχω επευλογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επευλογήσει | είχες επευλογήσει | θα έχεις επευλογήσει | να έχεις επευλογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επευλογήσει | είχε επευλογήσει | θα έχει επευλογήσει | να έχει επευλογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επευλογήσει | είχαμε επευλογήσει | θα έχουμε επευλογήσει | να έχουμε επευλογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επευλογήσει | είχατε επευλογήσει | θα έχετε επευλογήσει | να έχετε επευλογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επευλογήσει | είχαν επευλογήσει | θα έχουν επευλογήσει | να έχουν επευλογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επευλογώ
|