επαξίως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαξίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαξίως < ἐπάξιος. Συγχρονικά αναλύεται σε επάξι(ος) + -ως.
Επίρρημα επεξεργασία
επαξίως
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαξίως
|
Πηγές επεξεργασία
- επάξιος, επαξίως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας