Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανενεργοποιώ < επί + ανά + ενεργοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

επανενεργοποιώ

  1. επιχειρώ εκ νέου ενεργοποίηση
  2. επαναφέρω σε ενεργοποίηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία