επανεκφύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επανεκφύομαι < επαν- + εκφύομαι αρχαία ελληνική ἐκφύομαι
Ρήμα
επεξεργασίαεπανεκφύομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανεκφύομαι
|
επανεκφύομαι
|