Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανεκμισθώνω < επαν- + εκμισθώνω

  Ρήμα επεξεργασία

επανεκμισθώνω (παθητική φωνή: επανεκμισθώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία