επανδρωθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επανδρωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επανδρώνομαι
- θα επανδρωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επανδρώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επανδρώνομαι