επαναξιολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pa.na.ksi.o.loˈɣu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐ξι‐ο‐λο‐γού‐μαι
- ομόηχο: επαναξιολογούμε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαεπαναξιολογούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος επαναξιολογώ