Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επαμφοτέρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επαμφοτέρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
επαμφοτερίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
επαμφοτερίζω