Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επακολούθησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος επακολουθώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επακολουθώ