Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξορμάω < αρχαία ελληνική ἐξορμάω / ἐξορμῶ < ἐξ + ὁρμάω / ὁρμῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksoɾˈma.o/

  Ρήμα επεξεργασία

εξορμάω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία