Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξοικονόμησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εξοικονομώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εξοικονομώ