Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξοικονόμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εξοικονόμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εξοικονομώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εξοικονομώ