Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξοικείωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εξοικειώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εξοικειώνω