Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξοικείωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εξοικείωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εξοικειώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εξοικειώνω