Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξισλάμισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εξισλάμισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εξισλαμίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εξισλαμίζω