Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξισλάμισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εξισλαμίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εξισλαμίζω