Ετυμολογία

επεξεργασία
εξηγούμαι < αρχαία ελληνική ἐξηγέομαι (ἐξηγοῦμαι)

εξηγούμαι

  1. εξηγώ, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω την άποψη μου, τη θέση μου
    • (στον πληθυντικό) για αμοιβαίες εξηγήσεις που δόθηκαν, για αμοιβαία συμφωνία
    εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε
  2. (στο γ' πρόσωπο) για κάτι του οποίου βρέθηκε η εξήγηση
    δεν εξηγείται με τίποτα αυτή η συμπεριφορά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία