Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαφανιζόλ < εξαφανίζ(ομαι) + -όλ κατά το ύφος του αεροζόλ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksa.fa.niˈzol/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξα‐φα‐νι‐ζόλ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξαφανιζόλ ουδέτερο άκλιτο

  • (ανεπίσημο, προφορικό) η εξαφάνιση κάποιου
    ※  Να σου κάνει συντροφιά όσο είναι εδώ και μετά τον χειμώνα παφ εξαφανιζόλ κι έχεις την ησυχία σου
    Ευτυχία Γιαννάκη, Η νόσος του μικρού θεού, Εκδόσεις Ίκαρος, 2020 [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία