εξαρτώμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεξαρτώμενων και εξαρτωμένων
- γενική πληθυντικού του εξαρτώμενος
- γενική πληθυντικού του εξαρτώμενη και εξαρτωμένη
- γενική πληθυντικού του εξαρτώμενο
εξαρτώμενων και εξαρτωμένων