εξέλθετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξέλθετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξέρχομαι
- θα εξέλθετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξέρχομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εξέρχομαι