Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξάγνισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εξάγνισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εξαγνίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εξαγνίζω