ενυπογράφως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενυπογράφως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνυπογράφως < μεσαιωνική ελληνική ἐνυπόγραφος. Συγχρονικά αναλύεται σε ενυπόγραφ(ος) + -ως.
Επίρρημα
επεξεργασίαενυπογράφως
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενυπογράφως
|
Πηγές
επεξεργασία- ενυπόγραφος (& ενυπογράφως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας