Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εντύπωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εντύπωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εντυπώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εντυπώνω