ενσωματώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενσωματώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ενσωματώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενσωματώνομαι | ενσωματωνόμουν(α) | θα ενσωματώνομαι | να ενσωματώνομαι | ||
β' ενικ. | ενσωματώνεσαι | ενσωματωνόσουν(α) | θα ενσωματώνεσαι | να ενσωματώνεσαι | (ενσωματώνου) | |
γ' ενικ. | ενσωματώνεται | ενσωματωνόταν(ε) | θα ενσωματώνεται | να ενσωματώνεται | ||
α' πληθ. | ενσωματωνόμαστε | ενσωματωνόμαστε ενσωματωνόμασταν |
θα ενσωματωνόμαστε | να ενσωματωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ενσωματώνεστε | ενσωματωνόσαστε ενσωματωνόσασταν |
θα ενσωματώνεστε | να ενσωματώνεστε | (ενσωματώνεστε) | |
γ' πληθ. | ενσωματώνονται | ενσωματώνονταν ενσωματωνόντουσαν |
θα ενσωματώνονται | να ενσωματώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενσωματώθηκα | θα ενσωματωθώ | να ενσωματωθώ | ενσωματωθεί | ||
β' ενικ. | ενσωματώθηκες | θα ενσωματωθείς | να ενσωματωθείς | ενσωματώσου | ||
γ' ενικ. | ενσωματώθηκε | θα ενσωματωθεί | να ενσωματωθεί | |||
α' πληθ. | ενσωματωθήκαμε | θα ενσωματωθούμε | να ενσωματωθούμε | |||
β' πληθ. | ενσωματωθήκατε | θα ενσωματωθείτε | να ενσωματωθείτε | ενσωματωθείτε | ||
γ' πληθ. | ενσωματώθηκαν ενσωματωθήκαν(ε) |
θα ενσωματωθούν(ε) | να ενσωματωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενσωματωθεί | είχα ενσωματωθεί | θα έχω ενσωματωθεί | να έχω ενσωματωθεί | ενσωματωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενσωματωθεί | είχες ενσωματωθεί | θα έχεις ενσωματωθεί | να έχεις ενσωματωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενσωματωθεί | είχε ενσωματωθεί | θα έχει ενσωματωθεί | να έχει ενσωματωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενσωματωθεί | είχαμε ενσωματωθεί | θα έχουμε ενσωματωθεί | να έχουμε ενσωματωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενσωματωθεί | είχατε ενσωματωθεί | θα έχετε ενσωματωθεί | να έχετε ενσωματωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενσωματωθεί | είχαν ενσωματωθεί | θα έχουν ενσωματωθεί | να έχουν ενσωματωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενσωματώνομαι