Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ενσάρκωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ενσαρκώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ενσαρκώνω