Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενοικίασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ενοικιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ενοικιάζω