Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενθρόνισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ενθρόνισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ενθρονίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ενθρονίζω