Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενθουσίασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ενθουσιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ενθουσιάζω