εναντιολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εναντιολογώ < αρχαία ελληνική ἐναντιολογέω / ἐναντιολογῶ
Ρήμα
επεξεργασία
εναντιολογώ
Συγγενικά
επεξεργασία- εναντιολογία
- → δείτε τις λέξεις ενάντιος και λέγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εναντιολογώ | εναντιολογούσα | θα εναντιολογώ | να εναντιολογώ | εναντιολογώντας | |
β' ενικ. | εναντιολογείς | εναντιολογούσες | θα εναντιολογείς | να εναντιολογείς | (εναντιολόγει) | |
γ' ενικ. | εναντιολογεί | εναντιολογούσε | θα εναντιολογεί | να εναντιολογεί | ||
α' πληθ. | εναντιολογούμε | εναντιολογούσαμε | θα εναντιολογούμε | να εναντιολογούμε | ||
β' πληθ. | εναντιολογείτε | εναντιολογούσατε | θα εναντιολογείτε | να εναντιολογείτε | εναντιολογείτε | |
γ' πληθ. | εναντιολογούν(ε) | εναντιολογούσαν(ε) | θα εναντιολογούν(ε) | να εναντιολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εναντιολόγησα | θα εναντιολογήσω | να εναντιολογήσω | εναντιολογήσει | ||
β' ενικ. | εναντιολόγησες | θα εναντιολογήσεις | να εναντιολογήσεις | εναντιολόγησε | ||
γ' ενικ. | εναντιολόγησε | θα εναντιολογήσει | να εναντιολογήσει | |||
α' πληθ. | εναντιολογήσαμε | θα εναντιολογήσουμε | να εναντιολογήσουμε | |||
β' πληθ. | εναντιολογήσατε | θα εναντιολογήσετε | να εναντιολογήσετε | εναντιολογήστε | ||
γ' πληθ. | εναντιολόγησαν εναντιολογήσαν(ε) |
θα εναντιολογήσουν(ε) | να εναντιολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εναντιολογήσει | είχα εναντιολογήσει | θα έχω εναντιολογήσει | να έχω εναντιολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εναντιολογήσει | είχες εναντιολογήσει | θα έχεις εναντιολογήσει | να έχεις εναντιολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εναντιολογήσει | είχε εναντιολογήσει | θα έχει εναντιολογήσει | να έχει εναντιολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εναντιολογήσει | είχαμε εναντιολογήσει | θα έχουμε εναντιολογήσει | να έχουμε εναντιολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εναντιολογήσει | είχατε εναντιολογήσει | θα έχετε εναντιολογήσει | να έχετε εναντιολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εναντιολογήσει | είχαν εναντιολογήσει | θα έχουν εναντιολογήσει | να έχουν εναντιολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εναντιολογώ
|