εναλλακτικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εναλλακτικώς < εναλλακτικός + -ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
εναλλακτικώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εναλλακτικώς
|