εμφωλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμφωλεύω < ελληνιστική κοινή ἐμφωλεύω
Ρήμα
επεξεργασίαεμφωλεύω
- (λόγιο) υπάρχω χωρίς να εκδηλώνομαι, υποκρύπτομαι
- ※ Το ενδεχόμενο τρομοκρατικών ενεργειών σε αμερικανικό έδαφος εμφωλεύει στο υποσυνείδητο της κοινής γνώμης. (εφ. Το Βήμα, 24/11/2008)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμφωλεύω
|